Ουρλιαχτά, κλάματα, βοή μαζί με ποδοβολητά αλόγων ακουγόντουσαν και μια οσμή ψοφιμιού ανακατεμένη με κάρβουνο ανακάτευαν τα τζιέρια της… […] Και έμεινε εκείνη εκεί…
Bουβή, και ας νόμιζε ότι φώναζε. Η ψυχή της, τα τζιέρια της φώναζαν… αλλά όχι, φωνή δεν είχε.
Έπεσε κάτω, την έσπρωχναν την ποδοπατούσαν, κάποια στιγμή νόμισε ότι όλα αυτά τα έβλεπε σαν όνειρο από κάπου ψηλά.